Λεωνίδης

Λεωνίδης
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Τροιζήνα και ήταν πνευματικός δάσκαλος επτά γυναικών. Μαρτύρησε στην Κόρινθο επί Δεκίου, με πνιγμό στη θάλασσα, το Πάσχα του 250. Μαζί του συμμαρτύρησαν και οι μαθήτριές του Βασίλισσα, Γαλήνη, Θεοδώρα, Καλλίς, Νίκη, Νουνεχία και Χαριέσσα. Προς τιμήν του είχε ιδρυθεί κοντά στον Ιλισό της Αθήνας ναός, από τον οποίο σώζεται ακόμα μία υπόγεια κρύπτη. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος υποστήριζε ότι ο Λ. διετέλεσε επίσκοπος Αθηνών και τον ταυτίζει με τον ομώνυμο άγιο (βλ. 3.). Η μνήμη του τιμάται στις 16 Απριλίου. 2. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Σεπτεμβρίου. 3. Επίσκοπος Αθηνών. Στους Συναξαριστές αναφέρεται ότι «εκοιμήθη εν ειρήνη». Η μνήμη του τιμάται στις 15 Απριλίου. Με το όνομα Λ. υπάρχουν και άλλοι άγιοι χωρίς γνωστά βιογραφικά στοιχεία, εκτός από εκείνα των τοπικών παραδόσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεωνίδης — masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδης, Βαλέριος — (Εσεντούκι, πρώην ΕΣΣΔ 1966 –). Αρσιβαρίστας και Ολυμπιονίκης. Ο επονομαζόμενος φιλόσοφος της άρσης βαρών εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1991. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την αφοσίωσή του στην άρση βαρών, έχει… …   Dictionary of Greek

  • Λεωνίδεα — Λεωνίδης masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδη — Λεωνίδης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδην — Λεωνίδης masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδου — Λεωνίδης masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδῃ — Λεωνίδης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδα — Λεωνίδᾱ , Λεωνίδης masc nom/voc/acc dual (doric) Λεωνίδᾱ , Λεωνίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεωνίδας — Λεωνίδᾱς , Λεωνίδης masc acc pl (doric) Λεωνίδᾱς , Λεωνίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Леванидов — крест – название чудодейственного креста, также местн. н. в устн. народн. творчестве. Объясняется очень остроумно Веселовским как крест распятия Христа . От греч. λιβανίτης из ливанского дерева ; см. Халанский, РФВ 44, 325; Андерсон, ZfslPh 21,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”